- παθογόνος
- -α, -οαυτός που μπορεί να προκαλέσει αρρώστια, νοσογόνος: Το περιβάλλον στις μεγάλες πόλεις είναι παθογόνο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
παθογόνος — ο 1. ιατρ. κάθε παράγοντας ικανός να προκαλέσει νόσο, πάθηση (α. «παθογόνος μικροοργανισμός» β. «παθογόνος δράση τών μικροβίων») 2. φρ. α) «παθογόνος δύναμη» (μικρβλ.) ο βαθμός ικανότητας ενός παθογόνου μικροβίου ή ιού να προκαλέσει νόσο β)… … Dictionary of Greek
ηλεκτροπληξία — Παθογόνος δράση που προκαλεί η επαφή του ηλεκτρικού ρεύματος με το ανθρώπινο σώμα. Στις ελαφρότερες περιπτώσεις περιορίζεται σε ένα ελαφρό ή δυνατό τίναγμα, έγκαυμα στο σημείο επαφής, ζάλη που σταματάει μόλις διακοπεί η επαφή. Στις βαρύτερες… … Dictionary of Greek
ανωφελής — Γένος διπτέρων εντόμων της οικογένειας των κωνωπιδών, στην οποία ανήκουν έντομα που μοιάζουν με τα κοινά κουνούπια. Το θηλυκό απομυζά το αίμα του ανθρώπου και άλλων σπονδυλωτών και μπορεί να μεταδώσει ένα πρωτόζωο, παράσιτο του αίματος, το… … Dictionary of Greek
γεροντολογία — Κλάδος της επιστήμης που έχει σκοπό τη μελέτη της γεροντικής ηλικίας (δηλαδή ατόμων άνω των 65 ετών). Εκτός της φυσιολογίας, της παθολογίας και της υγιεινής του γήρατος που αποτελούν αντικείμενο της γηριατρικής (βλ. λ.), η γ. ασχολείται ιδιαίτερα … Dictionary of Greek
γονόκοκκος — Παθογόνο μικρόβιο, αιτιολογικός παράγοντας της βλεννόρροιας. Ο γ. ανακαλύφθηκε από τον Νάισερ το 1879 και βρίσκεται είτε μέσα στο υγρό, σε περίπτωση βλεννόρροιας, που εκκρίνεται είτε στα πυοσφαίρια και στα επιθηλιακά κύτταρα. Παρουσιάζεται με τη… … Dictionary of Greek
εντερόκοκκος — ο διπλόκοκκος, άλλοτε σαπροφυτικός και άλλοτε παθογόνος, οπότε και μπορεί να προκαλέσει ή να φέρει επιπλοκές σε πολλές λοιμώξεις … Dictionary of Greek
ιγμορίτιδα — Φλεγμονή του βλεννογόνου που επενδύει τις κοιλότητες των ιγμορείων κόλπων, δηλαδή των παραρινικών κόλπων. Οι τελευταίοι διακρίνονται στους μετωπιαίους, στους ηθμοειδείς, στους σφηνοειδείς και στους γναθιαίους κόλπους. Προσβάλλει σπάνια παιδιά… … Dictionary of Greek
λοίμωξη — Παθολογική διεργασία που ακολουθεί την εισβολή και την εγκατάσταση στο σώμα παθογόνων μικροοργανισμών, όπως είναι οι ιοί, τα μικρόβια, οι μύκητες, τα πρωτόζωα και οι ρικέτσιες. Από το πλήθος των μικροοργανισμών του περιβάλλοντος λίγοι είναι οι… … Dictionary of Greek
παλαίωση — η (ΑΜ παλαίωσις [παλαιώ] νεοελλ. 1. (τροφ. τεχνολ.) σύνολο μεταβολών που υφίστανται ορισμένα ποτά, όταν διατηρούνται υπό καθορισμένες συνθήκες, και οι οποίες τούς προσδίδουν νέα γευστικά και αρωματικά χαρακτηριστικά 2. φρ. α) «παλαίωση σπόρου»… … Dictionary of Greek
πνευμονιόκοκκος — και πνευμονόκοκκος, ο, Ν ιατρ. γενική ονομασία ομάδας παθογόνων βακτηρίων, ο συχνότερος παθογόνος παράγοντας τής πνευμονίας, γνωστός με την επιστημονική ονομασία Streptococcus pneumoniae … Dictionary of Greek